- καθάπτῃ
- καθάπτωfastenpres subj mp 2nd sgκαθάπτωfastenpres ind mp 2nd sgκαθάπτωfastenpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαπτής — καθαπτής, ὁ ἡ καθαπτή, ἡ (Α) πάπ. είδος αγγείου, βάζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθ απτός < καθάπτω «συνάπτω, συνδέω». Είδος σκεύους που έλαβε αυτή την ονομ. επειδή μεταφερόταν με λουριά δεμένα στις λαβές του] … Dictionary of Greek